Ο ΧΡΗΣΤΟΣ Π. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΕΙΠΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΡΓΩΝ ΦΩΝΕΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
Στα όρια της συνεκδοχής: Η γλώσσα των λουλουδιών
Η Γεωργία Μπλιάτσου ζωγραφίζει λουλούδια. Με την αποφασιστικότητα ενός προσωπογράφου απεικονίζει τη φυσιογνωμία και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των άγριων λουλουδιών. Ποώδη φυτά, άνθη, φυλλώματα και θάμνοι ξεδιπλώνουν την πολύχρωμη μαγεία τους μέσα στα όρια του δισδιάστατου καμβά.
Με επιμέλεια κι επιμονή η ζωγράφος αναπαριστά κόκκινα και λευκά πέταλα από άνθη σε σχήμα κώνου, μικρά ροζ και κίτρινα ωραία άνθη, μεγάλα τριγωνικά και οδοντωτά φυλλώματα, διακλαδώσεις βλαστών, νευρώσεις φύλλων και μίσχων.
Μεγάλα κατακόκκινα άνθη παπαρούνας, λευκές και κίτρινες μαργαρίτες, ροδόχρωμα και μπλε-ιώδη άνθη από ανεμώνες, ζωηρόχρωμα άνθη βουκαμβίλιας, μεγάλα κόκκινα λουλούδια ιβίσκων και λευκορόδινα πύρινα άνθη ηλιοτρόπιων συγκαταλέγονται στο συμβολιστικό λεξιλόγιο της Γ. Μπλιάτσου.
Στη συμβολική γλώσσα των λουλουδιών ο ιβίσκος αντιπροσωπεύει τη λεπτεπίλεπτη ομορφιά» ηλιοτρόπιο την αφοσίωση και την αιώνια αγάπη, η κόκκινη παπαρούνα την παρηγοριά και την συμπόνια, η ανεμώνη την άρνηση και την εγκατάλειψη, η μαργαρίτα του κήπου την ευγένεια και την αθωότητα.
Η συμβολική γλώσσα και το πλούσιο εικονιστικό λεξιλόγιο των λουλουδών αποτελούν την εναρκτήρια αφορμή ώστε η ζωγράφος να εκμυστηρευτεί στο θεατή βαθιά συναισθήματα και εικονιστικούς στοχασμούς για τη φύση του έρωτα, του ωραίου, του πάθους, της ομορφιάς και της αγάπης.
Επιπλέον, στο εικονιστικό λεξιλόγιο της Γ, Μπλιάτσου συμπεριλαμβάνεται η πεταλούδα, σύμβολο της ψυχής σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία. Η καθαρή, μορφική και χρωματική ομορφιά των φτερών της πεταλούδας που κοντοστέκεται στα άνθη ή τα φυλλώματα ενός λουλουδιού συν τοις άλλοις αποτελούν αναπαραστατικό ερέθισμα ώστε η ζωγράφος να ξεδιπλώσει τις μεταφυσικές αγωνίες της για τη σχέση έρωτα και θανάτου, το φυσικό κύκλο της ζωής, την ψυχική αναγέννηση και αναδημιουργία, την ανεκπλήρωτη επιθυμία του ανθρώπου για αθανασία.
Στην κατασκευή με τις παπαρούνες και τον χλοοτάπητα επιδίωξη της ζωγράφου είναι η αναπαράσταση ενός πλαστού, ψεύτικου παραδείσου λουλουδιών. Με τη μεταφορική ανακατασκευή ενός ψευδαισθητικά απλοποιημένου κήπου της Εδέμ η ζωγράφος συνδιαλέγεται με τις αντικρουόμενες έννοιες του αληθινού και του ψεύτικου, του αυθεντικού και του επινοημένου, του ανόθευ¬του και του επίπλαστου, Η ενοχή του σύγχρονου ανθρώπου για το κατασκευασμένο περιβάλλον που επιβαρύνει με την επεκτατική του τάση το φυσικό περιβάλλον, αντικατοπτρίζεται στην ανάγκη να αναπαρασταθεί συμβολικά η αθωότητα που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Η υπέρμετρη αγάπη της Γ. Μπλιάτσου για τη βλάστηση της ελληνικής υπαίθρου την ωθεί να εξεικονίσει τον πολυμορφικό κόσμο των λουλουδιών με απώτερο στόχο τη σταδιακή ανάπτυξη των κατακτημένων τεχνικών γνώσεων στο υλικό μέρος του έργου της. Ωστόσο, με αφορμή την ιδιότυπη πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων που με μαεστρία διαχειρίζεται, δεν διστάζει να πειραματιστεί και να τολμήσει νέες πλαστικές λύσεις.
Τα κοντινά, αφύσικα πλάνα των ανθών, που σε μερικές περιπτώσεις υπερβαίνουν κατά πολύ το κανονικό ή συνηθισμένο φυσικό μέγεθος, δίνουν τη δυνατότητα στη ζωγράφο να διαπραγματευτεί ζητήματα ρεαλιστικής αναπαράστασης. Συνάμα επιτυγχάνει να διαχειριστεί με θάρρος και μορφοπλαστική γενναιότητα το πολυσυζητημένο θέμα της υλικότητας της ζωγραφικής επιφάνειας.
Μολονότι δανείζεται τεχνικές και μεθόδους από το χώρο της φωτογραφίας προκειμένου να συνθέσει το κάδρο της, Μελική εικόνα διατηρεί τη ζωγραφική αυτονομία της και το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύει τις συνθετικές αρετές στις μορφικές λύσεις της ζωγράφου.
Εντέλει, με τα μορφοπλαστικά της μέσα η ζωγράφος στοχάζεται πάνω στην ουσιώδη διάκριση μεταξύ φόρμας και περιεχομένου. Δίνοντας εκ περιτροπής έμφαση στην αναζήτηση νέας φόρμας διατηρώντας το καθιερωμένο περιεχόμενο ή στη δημιουργία νέου περιεχομένου υιοθετώντας ήδη διατυπωμένες φόρμες, εξερευνά την αδιαχώριστη φύση φόρμας και περιεχομένου, έκφρασης και νοήματος. Η πεμπτουσία της ζωγραφικής της Γ. Μπλιάτσου προσδιορίζεται στα όρια της συνεκδοχής, όπου το μέρος αντιπροσωπεύει το σύνολο, η φόρμα των λουλουδιών υποδηλώνει την ουσία, η μορφή τους γίνεται το όχημα που μας μεταφέρει από το ειδικό στο γενικό, από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, από το επιμέρους στο όλον.
Χρήστος Π. Μιχαλόπουλος
Ιστορικός Τέχνης