Ανεμόμυλοι
Η Τζιά είναι τόσο ιδιαίτερος τόπος που υπάρχουν άνθρωποι που με το πρώτο τους βήμα στη Τζιά θέλουν να αγοράσουν σπίτι και να μείνουν, και υπάρχουν και άλλοι που έριξαν μαύρη πέτρα και δεν εμφανίστηκαν έκτοτε.
Από το ’64 άρχισαν να με φέρνουν οι γονείς μου στο νησί.
Πρώτη μας κατοικία ήταν στη Χώρα.
Είχε τελειώσει το κοινοτικό ξενοδοχείο Ιουλίς, το είχαμε νοικιάσει όλο και βασικά εξυπηρετούσε τις δικές μας ανάγκες.
Οι άνθρωποι που δούλευαν τότε σε μας φορούσαν τσαρούχια, μάλλινη φανέλα και ξεκινούσαν από την Κάτω Μεριά με τα ζώα, τα χαβουνά, να έρθουν να δουλέψουν.
Οι πρώτοι ανεμόμυλοι, οι δύο δικοί μας, της Κατσέλη και του Τόνυ Πινέλη ήταν δημιούργημα του μπαμπά μας
Η χερσόνησος του Κούνδουρου ήταν πολύ διαφορετική. Σιγά-σιγά ξεκίνησε και το ξενοδοχείο, το οποίο τελικά λειτούργησε το ’71. Ήταν άθλος, γιατί τα υλικά τότε ερχόνταν με το καΐκι.
Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολες οι μετακινήσεις, πόσο μάλλον οι οικοδομικές εργασίες. Ρεύμα δεν υπήρχε. Είχαμε μια γεννήτρια. Ο κόσμος στον Κούνδουρο ερχόταν με καραβάκι από το Λαύριο είτε με το λεωφορείο από το λιμάνι. Η μεγαλύτερη εξυπηρέτηση ήταν ότι είχαμε δικό μας σκάφος που έπαιρνα πολύ κόσμο. Ασχολήθηκα με το ξενοδοχείο από τα 14. Έκανα βάρδια, ρεσεψιόν. Ο πατέρας μου ήταν δραστήριος. Μας έδινε τα πάντα αλλά μας έμαθε να πατάμε και στη γη. Εγώ έκανα βάρδια στη ρεσεψιόν, εκεί ήταν το σπίτι μου και συνέχισα όταν πια πουλήσαμε τα μπανγκαλόου. Το ξενοδοχείο είχε 220 δωμάτια.
Το ’71 που άνοιξε το ξενοδοχείο είχαμε προσωπικό από τη Τζιά. Δεν υπήρχε οικογένεια στη Τζιά που να μην είχε δουλέψει σε μας, είτε ο μπαμπάς είτε ο παππούς. Ήταν η πρώτη οργανωμένη επιχείρηση στον τουρισμό.
Τα καλοκαίρια μικρά τα περνούσαμε εκεί
Φεύγαμε από την Αθήνα, από το αστικό περιβάλλον, και πηγαίναμε εκεί και ήμασταν «μόγλητες». Με ένα μαγιό όλη μέρα.
Ανακαλύπταμε τα πάντα με ένα φακό. Βγαίναμε τα βράδια για καβούρια. Τότε ήταν λίγα τα παιδιά. και ιδίως στον Κούνδουρο κανένα παιδί. Ετσι ήμασταν μόνο εγώ και ο αδελφός μου.
Στο Βουρκάρι , εκείνη την εποχή, υπήρχε ο Μίμης ο Βρονταμίτης.
Είχε το σπίτι του, που ήταν και λίγο μπακάλικο και λίγο ταβερνάκι. Ήταν πολύ χαριτωμένος και γλυκός άνθρωπος. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να είχε αγοράσει όλο το Βουρκάρι. Δεν το έκανε, γιατί ήθελε να επικεντρωθεί στον Κούνδουρο. Είχε όραμα να κάνει κάτι δικό του πάνω στο νερό. Δεν ήταν απλώς να πουλήσει ένα οικόπεδο.
Ευτυχώς η κρίση σταμάτησε τη μεγάλη ασύδοτη ανάπτυξη του νησιού.
Ο πατέρας μου έλεγε ένας κάβος είναι η απόσταση.
Ήταν ταλαιπωρία τότε το καράβι. Είχαμε το «Κορρησία» τότε που είχε και το δίχτυ που έβαζε τα ζώα και είχε ένα υποτυπώδες σαλονάκι. Δεν ήταν δα και τόσος κόσμος που ταξίδευε εκείνη την εποχή.
Έχω ένα σύνδρομο μεγάλου αυτοκινήτου, γιατί κάθε φορά κάτι θα κουβαλήσω. Ο πατέρας μου είχε όραμα και το πραγματοποίησε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Έφτασαν άνθρωποι επώνυμοι στη Τζιά που έδωσαν και άλλη ώθηση στο νησί. Κάθε τέλος της σεζόν γινόταν ένα γλέντι στο ξενοδοχείο για το προσωπικό. Κάθε Οκτώβρη, ερχόταν ο Αντωνάκης με το βιολί του και ο κυρ-Πέτρος με τη τσαμπούνα του. Έτσι έμαθα μπάλο και παρ’ όλη την καταγωγή του πατέρα μας από τη Σπάρτη, δεν έχουμε ιδιαίτερες μνήμες από εκεί, αλλά από το νησί μας.
Ο μπαμπάς μου είχε μάθει όλες τις γιορτές, Άγιος Αιμιλιανός κλπ Δεν το συζητάγαν να μην πάνε πάντα στα πανηγύρια. Δύο ή τρία μεροκάματα, βέβαια χάνονταν μετά το πανηγύρι γιατί έπιναν πολύ.
Τότε στον Κούνδουρο ήταν μια οικογένεια ψαρά, του μπαρμπά Λάμπη. Που ερχόταν με το βαρκάκι του και μας έψηνε τα ψάρια στην παραλία. Τα άνοιγε και τα τρώγαμε. Έκανα ψαροντούφεκο από πολύ μικρή. Ξεκίνησα με ένα πιρούνι να βγάζω τα χταπόδια. Εξελίχθηκε σε καμάκι. Μετά το καμάκι η τρίαινα και μετά ψαροντούφεκο.
Η Τζια έπαιξε σημαντικό ρόλο και στη σχέση με τον αδελφό μου. Ήμασταν απομονωμένοι και έτσι παίζαμε οι δυο μας. Όπως σου είπα είχαμε γεννήτρια και ο πατέρας μου έλεγε του Χρήστου να πάει να δει τη θερμοκρασία της γεννήτριας, ο Χρήστος μου έκανε νόημα να πάμε μαζί. Στη Τζια μάθαμε να μη φοβόμαστε. Αναγκαστήκαμε να μη φοβόμαστε. Ζούσαμε στη φύση. Είναι μεγάλη ευλογία που μεγαλώσαμε εκεί.
Εκείνη την εποχή είχαμε το τηλέφωνο με το καβουρδιστήρι. Είχαμε το σκάφος και ο πατέρας μου πηγαινο-ερχόταν Βουλιαγμένη-Κούνδουρο. Όταν ήταν να έρθει, έπαιρνε τηλέφωνο, και έλεγε στη μητέρα μου να δει την ξέρα. Αν άφριζε ξέραμε ότι είχε καιρό. Συνέχεια λέγαμε δεν αφρίζει για να έρθει ο πατέρας μας.
Τότε στους μύλους είχαμε ψυγείο και τηλεόραση.
Οι μύλοι ήταν ο τόπος προορισμού εκδρομής των κατοίκων με το λεωφορείο της γραμμής που οδηγούσαν ο Μαρούλης και ο Νταπαντούπας.
Όλοι ήθελαν να δουν τον μύλο μέσα.
Εμείς ήμασταν οικογένεια.
Όταν βλέπαμε λοιπόν το λεωφορείο από μακριά λέγαμε τη λέξη «συναγερμός» και ότι είχαμε ατακτοποίητο το ρίχναμε μέσα σε κάτι μεγάλα μπαούλα.
Είχαμε άλογο, την Αράπω, και ο πατέρας πήγαινε στη γύρω περιοχή με το άλογο. Το τι αυτοκίνητο έχουμε θάψει στην περιοχή, γιατί γινόταν σαράβαλο από τις πέτρες, δε σου λέω τίποτα.