Δικηγόρος
Η θαλαμηγός του Τσιάνο
Πρωτοπήγα στο νησί το 1998 με τον Γιώργο Μερκουράκη.
Η παρέα του ήταν ο Φοίβος με την Καρεν, ο Λάζαρος, ο Στεφάνου με την Ναταλία, ο Μιγάδης, ο Σταθόπουλος που ήταν από τους πρώτους που ήρθε στο νησί.
Ο Μερκουράκης είχε ένα μαγαζί στην Χώρα στην είσοδο της πιάτσας.. Ήταν σαν παλαιοπωλείο .Μαζευόμασταν όλοι εκεί.
Την εποχή εκείνη το νησί ήταν πολύ διαφορετικό από ότι είναι σήμερα.
Ο Οτζιάς είχε αμμόλοφους. Δεν υπήρχαν οι περισσότεροι δρόμοι. Στην παραλία στις τρείς αμμουδιές πηγαίναμε με τα πόδια.
Είχαμε άλλη έννοια του χρόνου. Όλοι δουλεύαμε στην Αθήνα .Θυμάμαι .παίρναμε από το Λαύριο .ένα σαπιοκάραβο και κάναμε δυόμιση ώρες για να φθάσουμε. Το καράβι αυτό ήταν η θαλαμηγός του. Τσιάνο. Ήταν ένα κομμάτι της αποζημιώσεως που είχε πάρει το Ελληνικό κράτος από την Ιταλία και το είχε αγοράσει ο Λεβεντάκης.
Είχε ένα δίχτυ και ανέβαζαν το αυτοκίνητο επάνω μια παλιά μερσεντές.
Τα μόνα εστιατόρια του νησιού ήταν στην Χώρα, ένα μικρό ταβερνείο που το είχε η Βάσω. Τι γινόταν εκεί μέσα! Υπήρχε και ένα ψηλά στην εκκλησία, προς το νεκροταφείο, ένα μικρό μαγέρικο. Στο Βουρκάρι δεν υπήρχε τίποτα τότε, μόνο ο Παρασκευάς ήταν ο ψαράς. Οι Τζιώτες δεν τρώγανε ψάρια. Το ποδαράκι τους στη θάλασσα δε το βάζανε ποτέ. Ο μόνος που είχε ένα μπακάλικο ήταν ο Πέτρος ο Βρονταμίτης. Άμα έφερνε καμιά ντομάτα τρώγαμε, εξαρτιόμασταν απολύτως από τον μπαρμπα-Πέτρο.
Πιάνω μπαρ
Την αποθήκη βελανιδιών στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού μας, ο Γιώργος έκανε μια μπάρα και έγινε ένα μπαράκι. Το ονόμασε κοτούντο. Το μπαρ αυτό το νοίκιασε ο Δώρος, που ήταν τότε καθηγητής στο Γυμνάσιο και το δούλεψε κάποια χρόνια.
Μετά αρχίσαμε να το δουλεύουμε μόνοι μας. Ήταν αυτό-διαχειριζόμενο. Το λέγαμε «πιάνω μπαρ». Στην πόρτα ήταν γραμμένο χορηγοί Θεόδωρος Πάγγαλος, Μιχάλης Σάλλας, Χρήστος Σορώτος. Έρχεται λοιπόν στο μπαρ ο Λεωνίδας Σουρμαλής με τον Λάμπη Ταγματάρχη. Τότε ο Ταγματάρχης είχε τη «Νόβα». Κοίταγε όλο το μπαρ και κάποια στιγμή λέει του Γιώργου «Πώς μπορεί να μπει και το δικό μου όνομα εδώ στους χορηγούς; », ο Γιώργος κάνει ότι δεν τον ήξερε και τον ρωτάει «Ποιος είσαι εσύ;», λέει αυτός, «Είμαι ο Ταγματάρχης.» , του απαντά ο Γιώργος «Τι λες βρε παιδάκι μου; Εδώ περιμένουν στην ουρά στρατηγοί και θες να δεις και το όνομά σου;».
Μια άλλη φορά ήρθαν κάποιοι Γερμανοί και νομίζοντας ότι είναι πραγματικό μπαρ, μπαίνουν μέσα και κάθονται σε ένα τραπεζάκι. Πάει ο Γιώργος και ρωτά τι θα πάρουν. «Ένα ουίσκι», λένε αυτοί. Μετά ζητάνε και ένα δεύτερο. Λένε τι χρωστάνε και ο Γιώργος τους λέει «τίποτα». «Δε γίνεται αυτό, πρέπει να πληρώσουμε.». «Μα δε πληρώνετε», λέει ο Γιώργος. Αυτοί επιμένουν και τότε αστειευόμενος ο Γιώργος τους λέει «Αν θέλετε να πληρώσετε, αφήστε 50 χιλιάδες». Κοιτάζονται με έκπληξη και φεύγουν. Την επομένη το πρωί, ανοίγοντας το μπαρ, βρίσκουμε κάτω από την πόρτα 5 χιλιάδες.
Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να πεθαίνουν οι φίλοι μας. Έγραψε λοιπόν ο Γιώργος «ο τοίχος των δακρύων». Έβαζε ένα σταυρό και τα ονόματα
Λάζαρος Παούρης
Φοίβος
Κάριν
Άντια Χατζηδάκη
Κώστας, ο μαύρος
Δεν το άντεξα, έβαλα και τα σβήσανε…
Ο γάμος
Το ΄82 παντρευτήκαμε στον Άι Γιώργη στον Οτζιά. Δεν υπήρχε τότε δρόμος, πήγαμε με τα πόδια. Οι τρεις παπάδες του νησιού, ο Διονύσης, ο Χαστάς και ο παπα-Λευτέρης ήταν μαζί μας. Κουμπάρος μας ήταν ο Νίκος Γιανακόπουλος. Στο Ησαία, μας πετούσαν βότσαλα αντί για κουφέτα. Ο Θεόδωρος είχε ανάψει φωτιά στην παραλία και κοντέψαμε να πάρουμε φωτιά. Μετά τον γάμο πήγαμε στο σπίτι του Γιαννακόπουλου για το γαμήλιο τραπέζι. Εκεί άρχισε το καταβρέξιμο. Η μαμά μου και η αδελφή μου είχαν φέρει κάτι τούρτες από τον Μικέ, το πιο σικ ζαχαροπλαστείο της εποχής εκείνης. Οι τούρτες αυτές πεταχτήκαν δεξιά και αριστερά. Για τα πανηγύρια ήταν ο γάμος.