Αρχιτέκτονας
Οι πέτρες
To ’73 γνώρισα τη Τζιά. Την εποχή εκείνη μόλις είχα γυρίσει από τη Γαλλία όπου ζούσα τα τελευταία 10 χρόνια. Αφορμή της γνωριμίας μας ήταν ένα πρόγραμμα του Υπουργείου Εσωτερικών για αναγνώριση τοπίων ιδιαίτερου φυσικού κάλους της Ελλάδας. 20 αρχιτέκτονες δουλέψαμε αυτό το πρόγραμμα, Κυκλάδες και Δωδεκάνησα. Αποφασίσαμε λοιπόν και μπαίνουμε σε ένα καρυδότσουφλο να μας πάει στο νησί, Ευτυχώς δεν είχε κύμα. Εκεί μας περίμεναν γαϊδουράκια. Εκείνη την εποχή το νησί δεν είχε αυτοκίνητα. Ανεβήκαμε στη Χώρα και περπατήσαμε στην κορυφογραμμή του νησιού.
Τρελάθηκα με το τοπίο!
Είπα, εντάξει εδώ ήταν το όνειρό μου.
Ήδη είχα κουραστεί από τη διαμονή μου στο εξωτερικό και η νοσταλγία μου ήταν έντονη. Ονειρευόμουνα ένα μέρος που να είναι ψηλά, να βλέπει θάλασσα και να είναι στη ράχη του νησιού. Ο Νίκος ο Αλεξάνδρου είχε γυρίσει και αυτός από το Παρίσι και μου πρότεινε το οικόπεδο που έχω έκτοτε.
Εκείνη την εποχή, οι ξένοι ήταν ελάχιστοι στο νησί. Κανείς δεν έμενε εκτός χώρας. Ήμασταν οι πρώτοι που αποφασίσαμε να αναστηλώσουμε και να ζήσουμε στην καθηκιά. Τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξη όλων των ντόπιων για την απόφαση μας αυτή που κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες ότι είχαμε βρει χρυσάφι και ότι θα σκάψουμε και θα βρούμε λίρες.
Καταφέραμε να δουλέψουμε με τους ντόπιους δηλαδή να μαζέψουμε την καθηκιά, που η μισή ήταν γκρεμισμένη. Θυμάμαι ήταν τόσος πολύς κόπος να κουβαλάνε με τα σακιά στην πλάτη τα πέτρινα δοκάρια και να κάνω το γύρο του κτήματος για να ανέβουν ομαλά, χωρίς μεγάλα ανοίγματα και να ακουμπούν τις πέτρες με μεγάλη προσοχή στη σκεπή.
Για κάθε μια από αυτές τις πέτρες ήταν ένας τρόμος. Τα περισσότερα υλικά ήταν εκεί. Οι άνθρωποι ήταν πολλοί πρόθυμοι. Κρασί καλό και πολύ υπήρχε και έτσι χτίσαμε το σπίτι.
Το κτίσιμο γινόταν ως εξής.
Υπήρχε ένας επικεφαλής που συντόνιζε τις εργασίες και τις ομάδες. Ο Κατωμερής ήταν ένας από τους 2-3 της εποχής αρχιμάστορες. Ήταν πανούργος σαν τον Οδυσσέα. Τον φέρναμε το πρωί από την Κάτω Μεριά και αυτός οργάνωνε τις δουλειές που γινόταν με τους ανθρώπους των γύρω σπιτιών. Σχέδια δεν υπήρχαν. Όμως σου λέγανε, θα κάνεις σπίτι με ένα ή δύο δωμάτια, και ξέρανε. Ο Κατωμερίτης ήξερε τα «καινούργια υλικά», το τσιμέντο. Μου έκλεισε το μάτι κάποτε με μεγάλη σημασία και μου είπε ένα, δύο, τρία, δηλαδή ένα νερό, δύο τσιμέντο, τρία άμμο.
Αν κάποιος ήταν πολύ μεθυσμένος αποβραδίς και πήγαινε να δουλέψει του έλεγε, «πήγαινε να κοιμηθείς, δεν έχει μεροκάματο σήμερα». Φρόντιζε λοιπόν και τις δύο πλευρές, και του πελάτη, να μη γίνονται σπατάλες υλικών και τους μαστόρους. Σε δύο μήνες το σπίτι το είχαν αναστηλώσει.
Όπως καταλαβαίνεις γίναμε φίλοι, πηγαίναμε σπίτι του κα τρώγαμε, και έρχονταν και στο δικό μας. Φυσικά δεν υπήρχε τότε ρεύμα. Το ’85 που έγινε νομάρχης Κυκλάδων η Παπαζώη και είπε να φέρει το ηλεκτρικό, μόνο που δεν παίξαμε ξύλο. Θεωρούσαμε ότι ήταν τόσο λίγα τα σπίτια που δεν άξιζε τον κόπο. Βεβαίως εμάς μας φάνηκε ότι θα καταναλώναμε πόρους του ελληνικού δημοσίου για μια τόσο αραιοκατοικημένη περιοχή όπως εδώ.
Το χωροταξικό μιας μικρής περιοχής πρέπει να είναι πάρα πολύ απλό. Πρέπει να έχει το πολύ 5-6 ζώνες, να έχει τους οικισμούς, τις περιφέρειες, που πρέπει να κατοικηθεί, το Νατούρα, τι επιτρέπεται, τι απαγορεύεται, οι ακτές και οι αρχαιολογικοί χώροι. Στη Τζια δεν έχουμε χωροταξικό. Η Άνδρος, η Σίφνος, η Μύκονος έχουν.
Το πρώτο χωροταξικό της Ελλάδος ανατέθηκε από την Χούντα στο γραφείο Δοξιάδη. Έκανε μια τεράστια δουλειά στο επίπεδο της ανάλυσης, της κατανόησης των προβλημάτων της χώρας, Αυτό τελείωσε το ’72.Εκτοτε εμεινε στα συρτάρια των γραφείων τους και του Υπουργείου.