Συνταξιούχος
Εγώ θα φύγω. Θέλω όμως να βρουν αυτοί που θα ’ρθουνε. να ανοίξουν τα μάτια τους ότι στη Τζια ήταν ένα από τα πρώτα εργοστάσια στα Βαλκάνια.
Εγώ και ένας φίλος μου, αυτός πέθανε, δε βάστηξε πολύ, από το 2003 μαζεύουμε, αντικείμενα για το μουσείο του εργοστασίου.
Δούλεψα από δεκατεσσάρων χρονών εδώ.
Το ’57 έκλεισε και αναγκαστήκαμε να φύγουμε.
Πήγαμε και ανοίξαμε στην Ελευσίνα μια βιοτεχνία.
Πρώτα στη Βουλιαγμένη, με 80 Τζιώτες. Γιατί ήμασταν οι μοναδικοί τεχνίτες του εμαγιέ. Και από εκεί στην Ελευσίνα, δουλεύαμε 120 άτομα. Οι 90 Τζιώτες και οι υπόλοιποι βοηθητικοί.
Συνεχίσαμε το εμαγιέ.
Εκεί δε βγάζαμε όλα τα αντικείμενα που βγάζαμε στο νησί, δηλαδή κανάτες, πιάτα. Εδώ βγάζαμε μόνο είδη ηλεκτρικά, χύτρες ταχύτητας, φριτέζες, ανοξείδωτα.
Το 1925, ήρθε ο Λεούδης, που ήταν καπνέμπορος.
(Εγώ του έκανα την προτομή)
Πήρε άδεια, να καλλιεργούν οι πρόσφυγες καπνά στο νησί.
Μάζευε τα καπνά των προσφύγων από τη Σάμο, Χίο, Κέα, Μυτιλήνη, εικοσιπέντε χιλιάδες κιλά το χρόνο.
Μάζευε τα καπνά και τα πήγαινε στην Πολωνία.
Τα έβαζε σε αποθήκες και από εκεί έκανε διανομή στη Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, σε όλη την Ευρώπη.
Αυτός ταξίδευε.
Βλέποντας στην Τσεχία, το εργοστάσιο εμαγιέ που έκλεισε και πουλιόταν, συνεννοείται με έναν φίλο του καπνέμπορα, δύο αδέλφια ήταν αυτοί, να πάρουν το εργοστάσιο και να το φέρουν στην Ελλάδα, όπως ήτανε. Πάνε εκεί. Τα κανονίσανε και ο διευθυντής του εργοστασίου, ξένος ήταν, και δεν το θυμάμαι το όνομα, και από εκεί και εκεί συμφωνήσανε και το κεφάλαιο, τριάντα χιλιάδες λίρες. Πολλά λεφτά. Και αναλογούν δεκατρείς χιλιάδες τα αδέλφια, οχτώ χιλιάδες ο διευθυντής του εργοστασίου και όλα τα υπόλοιπα ο Λεούδης.
Και βάζουνε προς.
Δούλεψε ενάμισι χρόνο.
Οι άλλοι έμποροι δε δώσαν τα λεφτά που είχαν συμφωνήσει και ο Λεούδης ξόδεψε όλα του τα λεφτά. Δεν είχε μετά να πάρει υλικά και να πληρώσει τους εργάτες.
Εγώ πήγα το ’40, πιτσιρικάς ήμουνα.
Τότες φέρνουν έξι γερμανούς τεχνίτες. Ο καθένας στο είδος του βαφέας, στους φούρνους και μάθαμε εμείς.
Εμείς ήμασταν η δεύτερη γενιά.
Βάζει μπρος.
Εκατόν πενήντα χιλιάδες το δεύτερο χρόνο, εικοσιπέντε χιλιάδες το δεύτερο. Χρεοκόπησε. Αυτοεξορίζεται μόνος του. Πήρε δρόμο και έφυγε.
Το παίρνει η τράπεζα το ΄32.
Tο ΄32 βρίσκεται ο Αθανάσιος Κλώνης και το κράτησε μέχρι το ΄47. πάει να κάνει μια εγχείρηση και μένει στο νοσοκομείο. Από εκεί και εκεί, η χήρα δε μπορούσε να κρατήσει το εργοστάσιο. Και το ΄57 μας χρωστούσε τέσσερα εκατομμύρια.
Ο Ρέστης ήταν πατριώτης. Πιέζαμε να το πάρει. Από δυόμισι εκατομμύρια, το πήρε ένα πεντακόσια πενήντα. Μόλις το παίρνει βάζει μπρος, με αντιπρόσωπο του Ψύλλα τον Βάσω του Ρέστη. Ήρθαν τα σμάλτα, λαμαρίνα περιμέναμε. Του δίνω το κλειδί. Εκεί που καθόμασταν, ήρθε ο Βάσος του Ρέστη και λέει στον Ξύλα, μπορώ να σου πω? Ο Ρέστης ασθενεί βαρέως. Αυτός είχε πεθάνει, είχε μείνει στο μπάνιο. Δυστυχώς, εμείς είχαμε φύγει από την Ελευσίνα και είχαμε πάει στο νησί να δουλέψουμε, στα σπίτια μας. Ξανά χωρίς δουλειά.
Έρχεται η Βιοσμάλτ, η εταιρία που δουλεύαμε στην Ελευσίνα να το πάρει. Δυόμισι εκατομμύρια. Και την Πέμπτη θα πηγαίναν να κάνουν τα χαρτιά με τη χήρα. Ο κυρ-Ψύλλας, αντιπρόσωπος της χήρας, της λέει, δε βάζουν ακόμη πεντακόσιες χιλιάδες επάνω?
Αφού πήγανε την Πέμπτη, Κυριακόπουλος, Αρμενίδης και Ραφιός, η διεύθυνση και οι έμποροι, η κυρία Ρέστου λέει, δε βάζετε κάτι παραπάνω?
Της λένε, εμείς δε το παίρνουμε για να βγάλουμε, ξέρετε ότι τα έξοδα μεταφοράς είναι ασύμφερα. Ένα δέμα να έρθει από τη Γερμανία στον Πειραιά, να το ανοίξουν, έχει διακόσια φύλλα, δύο τόνοι είναι. Και δύο, δύο φύλλα να τα βάλουνε στο καΐκι, και από το καΐκι θα τα ξεφορτώσουνε στο μόλο, και από το μόλο στο αυτοκίνητο, άλλο ξεφόρτωμα, πολλά τα έξοδα. Λέει η Ρέστη, θα σας πούμε και εμείς τη Δευτέρα, δεν πήγανε ποτέ. Μετά από δύο χρόνια, το εργοστάσιο έχασε την αξία του. Η χήρα το πουλά στους παλιατζήδες.
Μια μέρα, μου λέει, δε πάμε να πάρουμε τα καλούπια από το εμαγιέ?
Οι παλιατζήδες τα σπάγανε, τα ξεσήκωναν όλα, να τα πάνε στην υψικάμινο. Παίρνουμε δύο νταλίκες και ερχόμαστε. Πήρα τα καλούπια, πρεσάκια, σαράντα τόνοι πράγματα. Τα πήραμε στη βιοσμάλτ και συνεχίσαμε. Και από εκεί τα έφερα εδώ.
Δούλεψα στο εργοστάσιο δεκαοχτώ χρόνια. Έφυγα τριάντα-τριών χρονών.
Έχω χτυπήσει μέσα.
Έπαθα ένα ατύχημα.
Φόρτωσα ένα καρότσι λαμαρίνα, γύρω στις τρακόσες οκάδες και το πήγαινα από εδώ μέχρι την πρέσα για να δουλέψουμε.
Βάζαμε τότε εφτά-εφτά τα πιάτα λαμαρίνα και τα βουτάγαμε στο νερό.
Με το τράβηγμα που έκανα, μου παρουσιάστηκε «βουβοκήλη». Με βλέπει αυτός και μου λέει, γιατί είσαι κίτρινος ρε?
Λέω εγώ, ξέρω, κάτι αισθάνθηκα εδώ. Το ζουλάω εδώ και δεν πάει μέσα.
Κάτσε κάτω ρε μου λέει.
Έρχεται ο γιατρός. Ακινησία. Γραμμή «ενι-χείρηση».
Ναυλώσανε καΐκι, το ΙΚΑ, αυτήν την ημέρα έγινε η «ενι-χείρηση».
Από τότες πιάσανε οι τεχνίτες και κάναν αυτό το αναβατόριο, ώστε να τα τραβάμε και να μη σηκώνουμε τόσο βάρος.
Πήρα τη σύνταξη και ξεκινήσαμε έναν αγώνα.
Στενοχώρια, άγχος για τη διατήρηση του εργοστασίου.
Το 2008, είχε πάρει ένας παλιατζής καλούπια δύο τόνους και από εδώ και από εκεί τα είχε μες τη μάντρα του.
Μου λέει, Γιάννη, έλα να διαλέξεις τα τζιώτικα, γιατί τα υπόλοιπα θα πάνε στην υψικάμινο.
Πάω εκεί, τον βρίσκω, μου δίνει δύο πακιστανούς και δουλέψαμε. Ξεχώρισα τέσσερις τόνους και τα έβαλα εκεί για να τα πάρει το αυτοκίνητο.
Μετά από δέκα μέρες μου τηλεφωνάει και μου λέει, πάω να σκάσω από το κακό μου, γιατί τα καλούπια, μπήκαν γύφτοι μέσα και τα πήρανε.
Δεν ξέρεις τη στενοχώρια πήρα, εκατό τόνοι καλούπια χαθήκανε.
Ξεκίνησα πάλι, όπου, στα Μέγαρα, στην Πάτρα, ήταν καλούπι τζιώτικο, το έπαιρνα. Μαζεύω συνέχεια.
Θέλω να τιμήσω όλους τους εργαζόμενους.
Το συντηρώ.
Δεν έχω καμία βοήθεια.
Αναγκάζομαι να πηγαίνω στα συνεργεία, να παίρνω τα παλιόλαδα, να προσθέτω και πετρέλαιο.
Τώρα μου κάπνισε να πάρω όλη τη Τζιά βόλτα και ψάχνω τα μεταλλεία.
Να βρω τίποτα παλιά εργαλεία, καροτσάκια, ράγες, να τιμήσουμε και αυτούς τους ανθρώπους.
Στην Κόκκα, δουλεύανε διακόσια-διακόσια είκοσι άτομα. Σκέφτηκα ότι είχε ένα βαρούλκο, εφτά τόνοι. Αυτό είχε δύο ξύλα που πέφτανε στη θάλασσα, δώδεκα μέτρα, και πάνω ανέβαινε η μαούνα. Το ένα το έσωσα.
Θα βάλω χέρι.
Στις γαλαρίες στον Κάλαμο.
Ο Κάλαμος δεν ε΄χει τίποτα, από ότι μου έχουν πει. Έχουν προχωρήσει καμιά εκατοστή μέτρα. Στο βάθος βρήκανε ένα τετράγωνο, σαν τέσσερα, επί τέσσερα, με μία πέτρα στρογγυλή στη μέση και σ’αυτό βγάζανε μια ώχρα. Την πηγαίναν σε διάφορα νησιά και κάναν το χρώμα στα πήλινα. Πάει αυτό.
Μετά πάω στον Ορκό.
Ο Ορκός είναι από το 1774. έχω πάρει όλα τα στοιχεία. Εφημερίδα της κυβερνήσεως. Με βοήθησε και ο Παούρης της περιοχής. Πήγα μια μέρα να δω τι υπάρχει εκεί. Κάτω ήταν στη θάλασσα, στα βράχια πάνω, τέσσερα καροτσάκια, τα οποία ήταν στη θάλασσα. Είχε πολλά βαγόνια, αλλά οι πιτσιρικάδες τα καλοκαίρια, παίζανε και τα ρίχναν στη θάλασσα. Να τα ανεβάσω πάνω δεν είχε δρόμο.
Τώρα ρε Γιώργο, του λέω, λεφτά δεν υπάρχουν, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να τα ανεβάσω επάνω. Πρέπει να τιμήσουμε και αυτούς τους ανθρώπους.
– Ρε συ Γιάννη, έχω δυο-τρεις Αλβανούς και τα παιδιά μου.
– Και να τους δώσουμε κανά μεροκάματο.
– Κάναν το δρόμο με τα χέρια, τα ανεβάσαν ογδόντα μέτρα πάνω.
Με ειδοποιεί και μου λέει, έλα πάρτα.
Κείνες τις μέρες, βλέπω εγώ, ένα γύφτο με το γερανό. Η καρδιά μου χτυπούσε.
Λέω, δεν θέλεις να πάει και να τα πάρει?
– Ρε μπαρμπα-Γιώργο του λέω, έτσι και έτσι.
– Όχι, μου λέει, αφού είμαι εγώ εδώ πέρα.
– Θα χάσουμε όλη τη Τζιά, του λέω.
Την άλλη μέρα παίρνω τον Ρουσουνέλο, έχει έναν γερανό.
Του λέω,
– Να σου δώσω τα πετρέλαια, να πάμε μέχρι εκεί, να φέρουμε κάτι. ?
Με βοήθησε πολύ το παιδί.
Του δίνω εξήντα ευρώ- το πετρέλαιο- και τα φέραμε εδώ.
Υπάρχει και μεταλλείο στο Λιπαρό.
Εκεί παίρνω κάποιον Κορασίδη που ήταν κάτω και του λέω.
– Ψάχνω στο μεταλλείο σας, μήπως υπάρχει τίποτα.
– Μαστρο-Γιάννη, πέρυσι ήρθε ένας ξένος από τον Πειραιά, από το μουσείο, και μάζεψε εννέα κομμάτια πράγματα.
Του λέω, είσαστε με τα καλά σας? Δεν ξέρετε ότι εδώ έχουμε μουσείο? Αφήσατε τα πράγματα να τα πάρουν να στολίζουν το δικό τους μουσείο? Έχουν ανάγκη αυτοί? Πάει αυτό…
Ο Βαμβακούλης έχει τώρα το εμαγιέ.
Του λέω, τώρα τι γίνεται?
Μου λέει, κάτι γίνεται, αλλά δυστυχώς δε γίνεται τίποτα.