Ερευνητής
Όταν κάποιος κάνει μια εθνογραφική έρευνα η επιστημονική πρακτική λέει ότι πρέπει να κρατάει ημερολόγιο. Εκεί κανείς μπορεί να παρακολουθήσει όχι μόνο τι καταγράφεται αλλά και πως ο τόπος και οι άνθρωποι τον επηρεάζουν. Ακούγεται εύκολο. Αλλά όλο αυτό το σκηνικό είναι ανθρώπινη επικοινωνία, συναισθήματα. Πως λοιπόν να βάλεις σε χαρτί τα συναισθήματα; Εγώ λοιπόν γράφω τις πληροφορίες και κρατάω τα συναισθήματα των ανθρώπων. Αυτό άλλωστε είναι πολύ μεγάλος πλούτος. Κάνοντας λοιπόν αυτή την έρευνα στη Κέα είχα και «αυτό». Οι πληροφορίες μπήκαν στο χαρτί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι άνθρωποι όμως δεν χώρεσαν, ούτε χωράνε. Μόνο κάποιες εντυπώσεις, κάποιες πινελιές, που κανείς θα έλεγε από τη μνήμη. Γιατί ένα νησί, ένας τόπος, είναι οι άνθρωποι του. Τον κουβαλάνε είτε θέλουν είτε όχι όπου και να πάνε. Δεν χρειάζονται ονόματα, μόνο στιγμιότυπα από αυτό μου το ταξίδι τα τελευταία τρία χρόνια στο Τζιά.
Πήγαμε λοιπόν να δούμε μια καθοικιά, ένα στάβλο. Εκεί μέσα είχε μεγάλες κουρούπες ανάμεσα σε όλο το νοικοκυριό. Ήταν αφημένα αλλά όχι ξεχασμένα πολλά χρόνια. Στη πόρτα αριστερά ήταν κάτι ξεραμένα χόρτα. Πρέπει να ήταν λουλούδια. «Αυτά τα είχε η μάνα μου. Βγαίνουν κάθε χρόνο» και βαθειά συγκίνηση είχε πλημμυρίσει το συνομιλητή και ξεναγό μου. Είχε φύγει εδώ και πολλά χρόνια μετανάστης. Είχε ξεπεράσει πολύ μακριά τη στερημένη ζωή των ξωτάρηδων. Έρχεται κάθε χρόνο. Μάλλον κάνει αυτό το προσκύνημα πάντα. Αυτό εγώ εισέπραξα.
Αυτή η σκηνή δεν ήταν από τις πρώτες στη Τζιά. Θυμάμαι είχε πάει σ’ ένα καφενείο στο Λιβάδι. Ρωτούσα για τα στοιχειά και όχι μόνο. Πιστεύω ότι αυτές οι ιστορίες κρύβουν πολλά πράγματα. Είχα συνάντηση με δύο μαζί. Με κοιτούσαν ως συνήθως πολύ παράξενα. Τι είναι αυτός! Το αυτί του καφετζή είχε επικίνδυνα μεγαλώσει και το μάτι τηλεσκόπιο. «Εμείς δεν τα πιστεύουμε αυτά!» «Με εγώ δεν είπα αυτό. Αλλά έχετε ακούσει κάποια ιστορία;» «Βέβαια, τις ‘λέγαν οι παλιοί». Άρχισαν διστακτικά οι διηγήσεις. Και το κλίμα άλλαζε. Οι ενδοιασμοί σιγά- σιγά χάθηκαν και μπήκαμε σε άλλη εποχή. Οι παρεμβάσεις του καφετζή άρχισαν βροχή. Μπήκαμε στην εποχή που όλα αυτά ήταν ζωντανά. «Μα εγώ το είδα!». Εδώ η «άλλη» εποχή και ο κόσμος της ήταν πια ζωντανός!
Κάτι αντίστοιχο έγινε και στη Πιάτσα μια άλλη μέρα. Η μέση ηλικία των θαμώνων μάλλον στα εβδομήντα αλλά με κάποιους στα ενενήντα και στα τριάντα. Όλη η γκάμα. Καβγάς τρικούβερτος. Τα χαρτιά έπεφταν στο τραπέζι σαν να έπεφταν καρεκλιές. Έβγαινε όλη η ένταση μέσα από ένα κοσμοχαλασμό. Εγώ έπιασα κάποιον που δεν έπαιζε. Άρχισε η εξομολόγηση. «Πείτε στον άνθρωπο για το …». «Άσε μας». Η τελετουργία των χαρτιών δεν μπορούσε να σταματήσει. Έτσι έμαθα πολλά από τον συνομιλητή μου μέχρι η περιέργεια να κατανικήσει τη λύτρωση του καθημερινού πάθους. Άρχισε ο διάλογος . «Θα πας να τον βρεις στην Αγία Παρασκευή. Όποιον ρωτήσεις θα σου τον δείξει». Η απορία μου τεράστια. Πως στην Αγία Παρασκευή, στην Αθήνα θα έβρισκα τον πολύτιμο πληροφοριοδότη μου σαν να βρισκόμουν σ’ ένα μικρό χωριό! Αρχίσαν τα κεράσματα και τα πειράγματα. «Σκέψου μπήκαμε συρτοί μέσα στις Τρύπες. Μάλιστα παραλίγο να κολλήσουμε γιατί αυτή ήταν πολύ χοντρή!» Σουρεαλιστική σκηνή.
Αυτόν που πραγματικά ήθελα στο καφενείο μέσα για να πάρω απαντήσεις κατάφερα να τον έχω μπροστά μου μια άλλη μέρα να θέλει να μου πει. Και μου είπε πάρα πολλά πράγματα. Η ζωή του ένα παραμύθι από άλλες εποχές. Εκείνος όμως αυτό το παραμύθι το έζησε. Μια σκηνή όμως μου άφησε τρομερή εντύπωση. «Ήμουνα παιδί. Με είχαν πάρει παραγιό. Με έστειλαν στο στάβλο. Ήμουνα τόσο κουρασμένος που όταν μπήκα μέσα είχε σηκωθεί το μουλάρι. Το άχυρο ήταν ακόμα ζεστό. Έπεσα και κοιμήθηκα εκεί».
Ψάχνοντας για το Μπαρούμα βρέθηκα στις Ποίσες. «Έλα να μας βρεις στο σπίτι. Είναι μέσα στο ποταμό. Θα σου δείξω και τα όργανα». Βρήκα το δρόμο του σπιτιού ακούγοντας. Έπαιζαν για να με οδηγήσουν; Έπαιζαν μάλλον για το κέφι τους. Εγώ όμως βρήκα το δρόμο ακούγοντας. Πρώτη φορά μου συνέβαινε αυτό. Εκεί είδα και το τουμπί από πηλό. Την άλλη μέρα πήγαμε μαζί μέσα στη ρεματιά. Μετά το ταμπάκικο του γέρο Κοκκάλα φτάσαμε στο Στοιχειωμένο. Ο πρίγκιπας από τις Πόλες σαν να φαινόταν ακόμα να πηγαίνει αμέριμνος απέναντι να συναντήσει τη πριγκίπισσα της Πανάχρας και οι δολοφόνοι να τον περιμένουν στο τρομερό γκρεμό.
Πιο πάνω άλλος ήρεμα με περίμενε να μου δείξει ένα σημαντικό μνημείο του πολιτισμού του νησιού, το λιοτρίβι. Πάντα πρόθυμος να εξηγήσει ακόμα και στους ξένους που του κουβάλησα αργότερα. Αυτοί να παίρνουν αμέτρητες φωτογραφίες και εγώ να ανούσια μεταφράζω τη τζιώτική τραγουδιστή του προφορά. Πόσο χάνουν αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν! Αργότερα θα έγραφα ένα άρθρο στα αγγλικά για το λιοτρίβι. Αυτός που έκανα επιμέλεια, Ολλανδός, στο κείμενο σημείωσε το λάθος μου. «Η οροφή του κτηρίου δεν μπορεί να έχει πέτρινα δοκάρια! Μήπως είναι ξύλινα;» Το μυαλό μου πήγε στον «αμπά». Έχω και φωτογραφία μαζί με τη περιγραφή. Αλλά τελικά δεν του την έστειλα. Απλώς επέμεινα με τα πέτρινα δοκάρια. Ας καταλάβει ότι υπάρχει και ένας άλλος πολιτισμός με δικούς του τρόπους. Ο πολιτισμός της πέτρας. Όλα πέτρινα. Αυτοί τα έχουν όλα ξύλινα!
Πέτρα και ξυπόλητοι πάνω στη κοφτερή πέτρα. Ακόμα χειρότερα ξυπόλητοι πάνω στο κάρβουνο, που άναβε και έκαιγε τη γυμνή πατούσα αυτών που δούλευαν στη Κόκκα. Χείμαρρος οι διηγήσεις για τη ζωή και τη δουλειά στη Κόκκα. Μια τελείως άλλη ζωή. Ήταν όμως πλούτος για το νησί, μεγάλα μεροκάματα κίνητρο για ποδαρόδρομο από μεγάλες αποστάσεις. Σφύριζε το καράβι και μετρώντας τα σφυρίγματα ξεκινούσαν για κάτω. Και από πάνω οι μύλοι. Σοβαρός, δωρικός ο τελευταίος που ξέρει, να μου δίνει με φοβερή ευγλωττία τις πιο φοβερές λεπτομέρειες για τους μύλους. «Αυτά χάθηκαν. Η ζωή αυτή χάθηκε». Γέμισα μελαγχολία στη πιο μεγαλειώδη τοποθεσία προσπαθώντας να καταλάβω εκείνο που εκείνος αναπολούσε και ακόμα ζούσε.
Από την άλλη μεριά του λόφου μια άλλη σκηνή, το πατητήρι. Εγώ έψαχνα για τα γλαστριά και εκεί έμαθα για το κρασί της Κέας. Καθόταν ευχαριστημένος γελαστός μέσα στο γλέντι του πατητηριού. Έφυγα έχοντας βάλει φρένο τα κεράσματα για να μην κατέβω οδηγώντας από τη πλαγιά και όχι το δρόμο.
Το νησί γεμάτο πλαγιές, όπως όλα τα νησιά. «Εγώ έχω σκάψει όλες τις πλαγιές που βλέπεις», μου είπε γαλήνια. Είχε όμως κάνει αυτό που ακούγεται ακατόρθωτο. Είχε μάθει στα εβδομήντα του να παίζει τσαμπούνα! Δεν είναι ο μόνος που δεν ξανά είδα, βλέπετε ψάχνοντας για πληροφορίες ψάχνω εκείνους που θυμούνται και ξέρουν. Εκείνος ήξερε και παρ’ όλους τους τρομερούς πόνους καθόταν όρθιος και σχεδίαζε για να μου περιγράψει τα μελίσσια στις «όχτες». «Είναι τριακόσια». Τελικά μια άλλη μέρα με το μπαστούνι μου, πονώντας φοβερά από κρίση στη μέση, έψαξα αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω το «μνημείο» που μου είχε περιγράψει μέχρι τον Άγιο Φίλιππο. Έτσι έμεινα με τη περιέργεια.
Η περιέργεια με έχει οδηγήσει σε περίεργες αλλά ευχάριστες καταστάσεις. Μια από αυτές ήταν να δω το νερόμυλο και να μάθω για τη κρεβαταριά. Θα μου πεις σε τι διαφέρει από άλλες σε όλη την Ελλάδα. Λοιπόν εκεί είχα μια πολύ όμορφη συνάντηση, έζησα λίγη ώρα σ’ ένα χώρο όπου όλα ήταν δική τους παραγωγή, από το ψωμί μέχρι το κρασί. Παράξενο; Για έναν άνθρωπο που πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ σίγουρα! Εκεί με είχαν στείλει, όπως και σε πολλά μέρη, άνθρωποι ακούραστοι, χωρίς φανφάρες, χτίζουν πάνω στο πολιτισμό του νησιού. Αυτοί βλέπουν ότι το νησί είναι πλούσιο και ότι υπάρχουν ευκαιρίες αρκεί να έχεις υπομονή και επιμονή να συνεχίζεις σαν το μυρμήγκι. Το έργο τους πολύ μεγάλο για ένα μικρό νησί.
Πιο κάτω στο Λιβάδι ένας άλλος πολεμάει με τα μηχανήματα. Φαίνεται σαν να κυνηγάει ανεμόμυλους. Παρ’ όλα αυτά το νησί που κάποτε ήταν βιομηχανικό κέντρο μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει κάτι σαν μουσείο βιομηχανικής αρχαιολογίας. Που αλλού ακούστηκε αυτό!
Η τελευταία όμως έκπληξη ήταν τα Στραντιβάριους. Μάλιστα υπάρχουν δύο στη Κέα. Ατέλειωτη η συζήτηση πολύ φορτισμένη. «Θα έρθω ξανά όταν κρυώσει ο καιρός. Να πιούμε ένα κρασί, ένα τσίπουρο».