Αρχιτέκτων
Η κυανή ακτή
Στεκούμενος μετά από μήνες όρθιος στο πλοίο, φτάνοντας στο νησί, μια μελωδία ήχησε στα αυτιά μου (για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού η ζωή μας πάει) και ξαφνικά μια συνειδητοποίηση… μια ιστορία καθημερινή ή μάλλον ένα μέρος με μια ιστορία καθημερινά επαναλαμβανόμενη. Έτσι απροσδόκητη, σχεδόν ανεξήγητη, ίσως ανεξέλικτη, σίγουρα υπαρκτή, αλλά με βεβαιότητα ευχάριστη, έρχεται να σου προσφερθεί σαν βίωμα ίσως και σαν πραγματοποίηση της άγνωστης αναζήτησής σου, της υλοποίησης των επιθυμιών σου και ικανοποίηση των κρυφών σου προσδοκιών. Ναι, μια κρυφή προσδοκία γίνεται η ώριμη ιστορία σου με συνέπεια και ήθος, με αρχή, μέση και τέλος.
Πατάς το πόδι σου στο νησί, μια αίσθηση κατακλύζει όλο σου το κορμί και φθάνει στο κεφάλι σου όπου μια εγκεφαλική διαδικασία παραδίδεται στα χέρια του ανέφελου, του αβασάνιστου, του απαίδευτου εαυτού σου.
Και , έτσι, κάποιες στιγμές κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα, πίσω από τις Στήλες του Σουνίου, παραδέχεσαι ευδαίμονα… το δώρο αυτό που αναπάντεχα δέχτηκες, τη δύναμη που αλόγιστα ακολούθησες, το πεπρωμένο που δεν του αντιστάθηκες.
Αυτή είναι η Τζιά. Ένα mineral, ένα φως, ένα destining, για αυτούς όλους που ίσως βαρέθηκαν το δήθεν, το ένδυμα, τους τρόπους, τις σκέψεις, αλλά ζήτησαν να βρουν τον εαυτό τους, το αληθινό, το φυσικό και το ευχάριστο.
Έτσι γυρίζεις λίγο πίσω στην πρώτη σου επαφή με το νησί. Θυμάσαι εκείνο το πρωινό της Κυριακής Οκτώβρη του ’95, που έφτασες στην πλατεία της Χώρας συνοδευόμενος από μια φίλη, ενδεδυμένη για έξοδο στην Κυανή Ακτή, πίσω από τα κουρτινάκια του μαύρου αυτοκινήτου ήταν μια «Βendley» και υπό την καθοδήγηση του οδηγού, με το άσπρο γάντι και το πηλίκιο, να συναντήσεις τον μελλοντικό συνεργάτη, γνώστη του νησιού και ταυτόχρονα μεγαλο-κατασκευαστή, να καταφτάνει με το ανοιχτό Land Rover προπολεμικής ηλικίας, γεμάτο φτυάρια, σκεπάρνια και σακιά χώμα. Η πρώτη από τις χιλιάδες επαναλαμβανόμενες εκπλήξεις. Σε κλάσματα δευτερολέπτου φίρμες, δαντέλες και Gucci γίναν ένα με τα φτυάρια, τα σκεπάρνια στην καρότσα του Land Rover.