Quantcast
Bliatsou.gr
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΠΛΙΑΤΣΟΥ
Follow us

Search

  -  ΠΑΠΑ-ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Παπάς

Τα θαύματα

Πίνακας της Γεωργίας Μπλιάτσου από τη συλλογή ΄Απογραφές της μνήμης. Μαρτυρίες από τη Τζιά΄Η ιστορία της Καστριανής ξεκινάει το 1700 που βρέθηκε η εικόνα. Εκείνη την εποχή, είναι ένας απόκρημνος βράχος που ούτε πατιέται. Όλη η περιοχή ανήκει στον κτηνοτρόφο Γιακουμέτο. Έχει βοσκούς που μένουν απέναντι στην πλαγιά που λέγεται τσαρούχι. Οι βοσκοί μια μέρα βλέπουν μια λάμψη πάνω στο λόφο που τους κίνησε την περιέργεια. Όταν την επόμενη βραδιά είδαν την ίδια λάμψη, κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει. Ειδοποίησαν τον ιδιοκτήτη και τον τότε επίσκοπο και ανεβήκανε να δουν τι γίνεται. Η λάμψη έβγαινε μέσα από ένα σχίνο. Έσκαψαν λοιπόν και βρήκαν την εικόνα της κοιμήσεως. Οι αρχαιολόγοι λένε ότι είναι του 15ου αιώνα. Άρχισαν λοιπόν να χτίζουν μια μικρή εκκλησία. Ότι χτίζανε καταστρεφόταν και χάνονταν τα εργαλεία τους. Και τα έβρισκαν εκεί που βρήκαν την εικόνα. Έκοψαν λοιπόν φέτα ένα κομμάτι του βουνού και έφτιαξαν μια μικρή εκκλησία στη σημερινή θέση που είναι το μοναστήρι. Από το 1900 έφτιαξαν από πάνω την άλλη.

Πρώτα έγινε η μισή τραπεζαρία και ένα δωμάτιο. Γιατί για να πας τότε στην περιοχή αυτή ήταν μια ολόκληρη εποχή. Υποχρεωτικά είχε και διανυκτέρευση. Ήταν σαν να λες να πας στη Θεσσαλονίκη. Ο παπάς έμενα από βραδύς και την άλλη μέρα μετά τη λειτουργία έτρωγαν και φεύγανε. Όπως είπαμε είναι μοναστήρι, αλλά δεν υπάρχει μηνολόγιο. Μπορεί να ήταν έδρα θερινή του τότε επισκόπου. Τα κελιά έγιναν από ανθρώπους που είχαν χρήματα. Επειδή ήταν ειδυλλιακό μέρος έφτιαχναν τα κελιά για να έρχονται το καλοκαίρι όταν πέθαιναν αυτά μένα στο μοναστήρι. Σήμερα έχουμε σε χρήση 11 κελιά επί συνόλου 15.

Υπάρχει ένα κελί που λέγεται του Λάνδερ. Ο Λάνδερ ήταν ο προσωπικός γιατρός του Όθωνα που ερχόταν και έμενε εδώ το καλοκαίρι.

Αναφέρονται πολλά θαύματα. Υπάρχει ένα καταγεγραμμένο ενός καπετάνιου από την Κεφαλονιά που κινδύνευε το καράβι, είδε το μοναστήρι, παρακάλεσε την Παναγία και αφού σώθηκε έφερε ένα καντήλι ρώσικο και μια μεγάλη καμπάνα που όταν χτυπούσε ακουγόταν μεσοπέλαγα. Αυτή έσπασε το ’40.

Το ’40 ήταν φυλάκιο των Γερμανών. Αναφέρει η ιστορία του Ιατρίδη ότι στις δύο μεγάλες σπηλιές που έχει από κάτω στη θάλασσα, ερχόταν το υποβρύχιο και κρυβόταν εκεί μέσα. Ο Ιατρίδης ανέβαινε σα ψαράς στο προσκύνημα, του έδιναν διάφορα ψωμοτύρια, άκουγε τι λέγανε οι γερμανο-ιταλοί και έφευγε.

Το ’81, εγώ και η παπαδιά, αναλάβαμε το μοναστήρι που είχε ερημώσει. Ο σύλλογος των Κίων προσπαθούσε να το αναστηλώσει. Έτσι έγινε μια προσπάθεια. Φτιάξαμε τα κελιά και αποφασίσαμε να τα νοικιάσουμε στους επισκέπτες, γιατί εκτός από το κερί δεν έχει άλλο εισόδημα το μοναστήρι. Έτσι, λειτουργεί μέχρι σήμερα. Για μας τους Τζιώτες, η Καστριανή είναι ένα τάμα. Είτε να κάνουν γάμους, μυστήρια και μετά να κάνουν τη λειτουργία και να καθίσουν όλοι μαζί στην τραπεζαρία να φάνε, να πιούνε, να γλεντήσουνε. Αυτό είναι μέσα στην παράδοσή τους.

Η καινούργια πτέρυγα φτιάχτηκε από μια επιτροπή που αποφάσισε ότι δεν πρέπει να γίνονται γλέντια μέσα στο μοναστήρι, γι’ αυτό και κάνανε αυτή την πτέρυγα με μια κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη. Το αποτέλεσμα όμως ήταν οι κάτοικοι να θεωρήσουν προσβλητικό που τους έβγαλαν από το μοναστήρι. Γι’ αυτό και δεν πάτησε κανείς στο χώρο αυτό. Ο οποίος ερημώθηκε. έσπασαν οι τζαμαρίες και ήταν πλήρης η καταστροφή. Όταν λοιπόν το ’81 αναλάβαμε, κάναμε εκεί 5 ξενώνες για να αξιοποιήσουμε το χώρο. Έκτοτε έχουν γίνει πάρα πολλά γλέντια.

Δεν είναι μόνο τα ρούχα

Εγώ είμαι από τα Χαβουνά. Μικρός πήγαινα για μηχανικός εμπορικού ναυτικού στη σχολή της Σύρου στο Νεώριο. Η αδελφή του δεσπότη μου πρότεινε να γίνω παπάς. Σκέφτηκα ωραία ρούχα φοράνε. Όταν έγινα, είδα ότι δεν ήταν μόνο τα ρούχα. Δε μετάνιωσα που έγινα. Η θέση η δικιά μας δεν είναι μόνο να λειτουργήσουμε και μετά να πάμε στα σπίτια μας. Η δουλειά του ιερέα είναι έξω. Το να σας φωνάξω να έρθετε στην εκκλησία είναι εύκολο πράγμα. Το να καθίσω δίπλα σας και να σας ακούσω και να μοιραστώ τον πόνο σας είναι δύσκολο. Η λογική η δικιά μου ήταν αν εγώ δεν κινήσω τα πράγματα, μη περιμένεις να τα κινήσουν οι άλλοι που είναι πελαγωμένοι στα προβλήματά τους. Η τσαμπούνα είναι η παραδοσιακή μουσική. Όταν μια εποχή φτάσαμε στο σημείο να μη μπορούμε να πούμε τα κάλαντα στην Πρωτοχρονιά, γιατί δεν υπήρχε τσαμπουνιέρης τότε είπα «για όνομα του Θεού». Έτσι ξεκινήσαμε την παν-κυκλάδική. Τώρα τα παιδιά έχουν καταλάβει τη σημασία που έχει αυτό το όργανο. Ο εγγονός μου είναι 3 ετών και παίζει τουμπί. Υπάρχουν παιδιά που από 3-4 μαθαίνουν τσαμπούνες. Έφτιαξα τη σχολή στο πνευματικό κέντρο της Χώρας και έτσι ξεκινήσαμε σιγά-σιγά. Οι ντόπιοι δεν παίζουν ποτέ έτσι, χωρίς γλέντι. Πίνουν πρώτα κανα δυο ποτηράκια και μετά ξεκινούν.

Να σκεφτείς είχε έρθει η ΕΡΤ να γράψει τους γέρους μουσικούς στην Αγία Μαρίνα. Ο σκηνοθέτης είχε ταινία μιας χρήσης. Λέει λοιπόν, αρχίζουμε, χτυπάει τη κλάκα και φυσικά κανείς δεν παίζει. Κοιτούσαν οι άνθρωποι. Του λέω, τι τους πέρασες; Για πάλκο; Φέρνω νάμα, τους κερνάω, πίνουν από κανα δυο ποτηράκια και μετά αρχίζουν. Δε σταμάταγαν! Φυσικά η ταινία δεν έφτασε.

Αυτή η εποχή μου θυμίζει την περίοδο του ’50. Τότε ζούσαμε φυσική ζωή με τους πόνους, τη χαρά. Τότε ήξεραν τι θα αντιμετωπίσουν. Δε περίμεναν τίποτα έτοιμο. Δε θα ξεχάσω όταν πρωτοήρθαν οι επιδοτήσεις στους αγρότες. Από εκεί ξεκίνησε το «κακό». Τότε ήμουν γραμματέας στην Κάτω Μεριά. Πήγαμε λοιπόν ένα βράδυ και αρχίσαμε να μοιράζουμε εκατομμύρια. Τους λέω λοιπόν, «παιδιά, αυτά τα λεφτά δεν είναι δικάσας. Δεν έχουν ιδρώτα και ίσως μια ωραία μέρα σας τα ζητήσουν πίσω» και «καλά μάντης ήσουν», μου λένε τώρα.

Στη Χώρα παλιά αν καθόσουνα το δειλινό άκουγες από απέναντι, από τον Αι Δημήτρη στη Μεράδα, το τουμπί και τη τσαμπούνα που έπαιζαν οι ξωτάρηδες. Μαντολίνο άκουγες από το κάστρο. Το βιολί και το μαντολίνο ήρθαν αργότερα και άρχισαν να μιμούνται την τσαμπούνα, παίζοντας το σκοπό της τσαμπούνας. Αργότερα πήρε τη θέση του μέσα στη μουσική των ξωτάρηδων. Να θυμάσαι πως νηστικός, δε βγάζεις τραγούδι.